περιορισμός

περιορισμός
ο, ΝΜΑ [περιορίζω]
1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια
2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης
νεοελλ.
1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές, απαγόρευση στον στρατιώτη να βγεί από το στρατόπεδο και στον αξιωματικό να βγεί από την κατοικία του
2. το να ελαττώνει, να μετριάζει κανείς κάτι, περικοπή, μείωση, ελάττωση («είναι απαραίτητος ο περιορισμός τών δαπανών»)
3. εγκάθειρξη, κλείσιμο, περιορισμός σε μοναστήρι
4. φρ. α) «περιορισμός κατ' οίκον» (νομ.) η δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, εντολής τής εκτελεστικής εξουσίας ή διαταγής τών στρατιωτικών ή αστυνομικών αρχών αναγκαστική παραμονή φυσικού προσώπου «κατ' οίκον» για ορισμένο ή αόριστο χρόνο
β) «περιορισμοί επιλογής»
γλωσσ. τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά που έχουν τα λεξιλογικά εκείνα στοιχεία βάσει τών οποίων καθορίζονται οι συνδυαστικές τους δυνατότητες στον συνταγματικό άξονα τής γλώσσας
μσν.
εξορία
αρχ.
1. η περιγραφή («περιορισμὸς τῆς χώρας»)
2. όριο, σύνορο κτήματος
3. χώρος ή κτήμα με καθορισμένα όρια
4. (μετρ.) διαίρεση, χωρισμός στροφής («κατὰ περιορισμοὺς ανίσους», Ηφαιστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”